μεσάλα

μεσάλα
η και μεσάλι, το (Μ μενσάλιον και μεσάλιον και μισάλιν και μινσάλιν και μεσάλι, τὸ)
1. το τραπεζομάντηλο
2. η πετσέτα φαγητού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. mensale < λατ. mensalium (< mensa «τραπέζι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μενσάλιον — και μι(ν)σάλι(ον) και μισάλιν, και μεσσάλιον και μεσάλι, τό (Μ) βλ. μεσάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. mensale] …   Dictionary of Greek

  • Δομιτία Λεπίδα — (Domitia Lepida, 1ος αι. μ.Χ.). Κόρη του Δομιτίου Αχινοβάρβου, θεία του Νέρωνα, σύζυγος του Βαλερίου Μεσάλα και μητέρα της διαβόητης Μεσαλίνας. Δολοφονήθηκε με διαταγή της μητέρας του Νέρωνα, Αγριππίνας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”